ελευθεροφρονώ

ελευθεροφρονώ
(-έω)
1. σκέφτομαι όπως αρμόζει σε ελεύθερο άνθρωπο
2. δεν έχω θρησκευτικές προκαταλήψεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελευθεροφρονώ — αμτβ., είμαι ελευθερόφρονας, (βλ. λ.), σκέφτομαι όπως αρμόζει σε ελεύθερο άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”